ὑποφαινόμενος

ὑποφαινόμενος
ὑποφαίνω
bring to light from under
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποφαινόμενος — η, ο 1. αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογραμμένος: Έλαβα ο υποφαινόμενος τρεις χιλιάδες ευρώ κτλ. 2. εγώ: Ποιος μίλησε; –Ο υποφαινόμενος (κατάχρηση στον προφορικό λόγο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποφαινόμενος — η, ο, Ν βλ. υποφαίνω …   Dictionary of Greek

  • υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”